Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο νησί της Ελλάδας και το πέμπτο σε έκταση μεγαλύτερο της Μεσογείου, μετά τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Κύπρο και την Κορσική. Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της είναι το Ηράκλειο, το οποίο είναι έδρα της περιφέρειας Κρήτης που συμπεριλαμβάνει γειτονικά νησιά και νησίδες. Με πληθυσμό 623.065 κατοίκων, περίπου 160 χιλιόμετρα νότια της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας και εκτεινόμενη από τα δυτικά προς τα ανατολικά, βρέχεται βόρεια από το Κρητικό και νότια από το Λιβυκό πέλαγος. Αποτελεί σημαντικό κομμάτι της οικονομίας και της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ελλάδας, διατηρώντας τα δικά της πολιτισμικά στοιχεία. Κατά τα έτη 3000 π.Χ.–1400 π.Χ. άκμασε στο νησί ο Μινωικός πολιτισμός, ο αρχαιότερος πολιτισμός της Ευρώπης, με κυριότερα κέντρα του την Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια, τη Ζάκρο και τα Γουρνιά όπου βρέθηκαν ανακτορικά συγκροτήματα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης είναι ημιαυτόνομη απαρτίζεται από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης και οκτώ Μητροπόλεις και είναι εξαρτώμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Οικονομία
Η οικονομία της Κρήτης, η οποία βασιζόταν κυρίως στη γεωργία, άρχισε να αλλάζει ορατά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Ενώ διατηρείται η παραδοσιακή έμφαση στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, λόγω του κλίματος και της έκτασης του νησιού, παρουσιάζεται μια πτώση στις κατασκευές, καθώς και μια μεγάλη αύξηση στην παροχή υπηρεσιών (κυρίως σχετικών με τον τουρισμό). Και οι τρεις αυτοί τομείς της κρητικής οικονομίας, η (γεωργία, η επεξεργασία-συσκευασία, και οι υπηρεσίες), συνδέονται άμεσα και αλληλοεξαρτώνται. Η Κρήτη εμφανίζει μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα που αγγίζει το 100% εκείνου της υπόλοιπης χώρας και η ανεργία κυμαίνεται περίπου στο 4%.
Το νησί διαθέτει τρεις σημαντικούς αερολιμένες: τον αερολιμένα Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο που είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ελλάδα σε κίνηση Επιβατών και εμπορευμάτων, τον αερολιμένα Δασκαλογιάννης στα Χανιά και το νέο, μικρότερης έκτασης αερολιμένα στη Σητεία.
Γεωγραφία
Η Κρήτη βρίσκεται στο νότιο άκρο του Αιγαίου πελάγους και καλύπτει μια περιοχή 8.336 km². Ο μόνιμος πληθυσμός της είναι 623.065 κάτοικοι, ενώ ο πραγματικός, de facto, 682.928 σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Έχει μήκος περίπου 260 χιλιόμετρα και ποικίλλει στο πλάτος από μέγιστο 60 χιλιομέτρων, από το ακρωτήριο Δίον έως το ακρωτήριο Λίθινο, σε ελάχιστο 12 χιλιομέτρων στον ισθμό της Ιεράπετρας στην ανατολική Κρήτη. Η ακτογραμμή της παρουσιάζει βαθύ γεωγραφικό διαμελισμό, ο οποίος παρουσιάζει στην Κρήτη πάνω από 1.000 χιλιόμετρα ακτών.Το νησί είναι εξαιρετικά ορεινό με τρεις κύριες οροσειρές,τoν Ψηλορείτη (Ίδα) (2456 μ.) τα Λευκά Όρη (2454 μ.) και τη Δίκτη (Λασιθιώτικα Όρη) (2148 μ.) που το διασχίζουν κατά σειρά από τη δύση ως την ανατολή. Επιπλέον ορεινοί όγκοι είναι αυτοί της Θρυπτής (1476 μ) στα ανατολικά τα Αστερούσια Όρη (1231 μ.) στα νότια. Στα βόρεια του νομού Ρεθύμνης υψώνονται τα Ταλαία όρη (1088 μ.) καθώς και το αυτόνομο όρος Κέντρος (1777 μ.) στον ίδιο νομό.Σε αυτά τα βουνά υπάρχουν εύφορα οροπέδια, όπως ο Ομαλός στα Λευκά Όρη, η Νίδα στην Ίδα και το Λασίθι, και το Καθαρό στη Δίκτη. Στο νησί υπάρχουν σημαντικά σπήλαια όπως το Δικταίο και το Ιδαίο άντρο. Κύριο μορφολογικό χαρακτηριστικό της Κρήτης είναι τα επιβλητικά φαράγγια όπως το διάσημο φαράγγι της Σαμαριάς, το φαράγγι Ίμπρου, το Κουρταλιώτικο φαράγγι.
Μυθολογία
Πολλοί ιστορικοί της αρχαιότητας αναφέρονται στην μυθολογία της Κρήτης. Ο παρακάτω μύθος προέρχεται από το πέμπτο βιβλίο του Διόδωρου του Σικελιώτη και το πρώτο βιβλίο της βιβλιοθήκης του Απολλόδωρου, καθώς θεωρούνται σημείο αναφοράς για την ελληνική μυθολογία και σε μεγάλο βαθμό συμφωνούν μεταξύ τους. Επίσης οι περιγραφές τους είναι πιο πλήρεις από ότι άλλων συγγραφέων. Ο μύθος ξεκινάει πολύ πριν την γέννηση των θεοτήτων της κλασικής Ελλάδας, με τον Κρή, τον πρώτο Δάκτυλο και πρώτο βασιλιά της Κρήτης. Ακολουθεί η ανάπτυξη των πρωτόγονων τεχνών και η δημιουργία των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών. Ύστερα η Ρέα γεννάει τον Δια στο όρος Ίδα και ανατρέφεται εκεί από τις Νύμφες Αδράστεια και Ίδα. Η Ρέα ταυτίζεται από σύγχρονους μελετητές με την Μεγάλη Μητέρα, την κύρια θεότητα της Μινωικής θρησκείας, η οποία προϋπάρχει όλων.[9][10][11] Ακολουθεί η Τιτανομαχία και η γέννηση των θεοτήτων της κλασικής Ελλάδας.
Ιστορία
Ανασκαφές το 2008-2009 στον Πλακιά της νότιας Κρήτης έφεραν στο φως εργαλεία χειρός 130.000 εως 190.000 ετών. Γεγονός που αναγκάζει τους ιδικούς να αναθεωρήσουν την προέλευση, τις κινήσεις, καθώς και τις ικανότητες των προϊστορικών ανθρώπων[28][29][30][31]. Το 3000 π.Χ αναπτύσσεται στην Κρήτη ο μινωικός πολιτισμός, ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης, δημιουργούνται ανάκτορα και μεγάλη ναυτική δύναμη, και αποκτά ηγεμονική θέση σε ολόκληρη την Μεσόγειο[32]. Την δύση του μινωικού πολιτισμού το 17ο αιώνα π.Χ ακολουθεί η μυκηναϊκή επικράτηση στο νησί τους επόμενους αιώνες[33][34], έως και την κάθοδο τον Δωριέων το 1100 π.Χ όπου τα πράγματα ακολουθούν μια φθίνουσα πορεία προς τους σκοτεινούς αιώνες. Η Κρήτη κατά την κλασική εποχή δεν θα συμμετάσχει στους περσικούς και τους πελοποννησιακούς πολέμους, Ενώ κατά την ελληνιστική εποχή έχουμε κάθε είδους εσωτερικές διενέξεις μεταξύ των μεγάλων πόλεων του νησιού καθώς και εξωτερικές παρεμβάσεις από τούς Μακεδόνες και τους Ρόδιους. Το 67 π.Χ το νησί θα γίνει μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με ελάχιστες διενέξεις καθώς η Γόρτυνα, η κύρια δύναμη του νησιού ήταν ήδη με το μέρος της Ρώμης[35]. Το 325 μ.Χ η ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα μεταλλαχθεί πολιτισμικά, από κλασική ελληνική σε ιουδαϊκή[36], το ίδιο θα συμβεί εν καιρό και στην Κρήτη με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με άλλες επαρχίες. H ειρήνη και η ευημερία που εγκαθίδρυσε στο νησί η ρωμαϊκή διοίκηση θα τελειώσει με τη δημοσίευση του εικονοκλαστικού διατάγματος του Λέοντα Γ του Ίσαυρου το 726 μ.Χ. μιμούμενος τις πρακτικές του Γιαζίντ Β΄ των Ομεϋαδών[37]. Θα ακολουθήσουν ακραίοι διωγμοί εικονόφιλων στο νησί από τους βυζαντινούς[38] σημείο μισαλλοδοξίας που χαρακτηρίζει όλες τις εβραϊκές θρησκείες, καθώς και πανστρατιά από την Κρήτη και τις Κυκλάδες κατά της Κωνσταντινούπολης[39][40]. Και ενώ οι διώξεις μαίνονταν μεταξύ του 820 μ.Χ και 829 μ.Χ θα αποβιβαστούν στο νησί οι εξόριστοι της Ανδαλουσίας και μαζί με Κρήτες και άλλους Έλληνες θα εμπλακούν τον επόμενο ενάμισι αιώνα σε δεκάδες διενέξεις με την βυζαντινή αυτοκρατορία[41]. Με τελευταία την πολιορκία του Χάνδακα το 961, κατά την οποία η Κρήτη θα ανακτηθεί από τούς βυζαντινούς[42], ως και την τετάρτη σταυροφορία το 1201 μ.χ. Με τις συμφωνίες που ακολούθησαν στην Κωνσταντινούπολη, η Κρήτη παραχωρήθηκε στη Βενετία. Τους δυο επόμενους αιώνες η Βενετία αντιμετώπισε δεκάδες εξεγέρσεις από τούς Κρήτες και υποχρεώθηκε σε πολλές υποχωρήσεις απέναντι τους έως ότου επιτεύχθηκε η ειρήνη, με τη σύμβαση του 1299, αλλά ουσιαστικά μετά την αποστασία του αγίου Τίτου το 1363[43], όπου η εποχή αλλάζει, καθώς ο μεσαίωνας δίνει την θέση του στην αναγέννηση, και η Κρήτη μπαίνει σε μια περίοδο άνθισης των τεχνών και των γραμμάτων όπου ουσιαστικά τέθηκαν τα θεμέλια της σύγχρονης Ελλάδας πολιτισμικά[44][45]. Η περίοδος αυτή θα τελειώσει με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς το 1669, και η Κρήτη θα επιστρέψει στον μεσαίωνα για τους επόμενους δυο αιώνες. Από το 1770 ως και την τελική αυτονόμηση του νησιού το 1898 η Κρήτη θα περάσει μια περίοδο ασταμάτητων πολέμων και εξεγέρσεων, οι οποίοι θα αναδείξουν μεγάλους οπλαρχηγούς και πολιτικούς όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος μετά την θητεία του στην κρητική πολιτεία θα αναλάβει τις τύχες της Ελλάδας αρκετές φορές διαδοχικά και με εξαιρετικές επιτυχίες για τη χώρα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, πολλοί Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Κατά την επακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών, με βάση τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923, οι Τούρκοι που κατοικούσαν στην Κρήτη, περίπου 33.000, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο νησί, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της Κρήτης να καταστεί εθνικά και θρησκευτικά ομογενής[46]. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες εμπλούτισαν τον τοπικό πολιτισμό και την οικονομία και δημιούργησαν συνοικισμούς που φέρουν τα ονόματα των πόλεων της Μικράς Ασίας από όπου προήλθαν, όπως Νέες Κλαζομενές, Νέα Αλικαρνασσός, Νέα Βρύουλα, Νέα Αλάτσατα [47][48][49]. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η τελευταία φορά που οι Κρήτες κλήθηκαν να υπερασπιστούν το νησί τους, και, στην πλειοψηφία τους άοπλοι, κατάφεραν να καταγραφούν στις σελίδες της ιστορίας του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου.
Πολιτισμός
Στη Κρήτη ομιλείται από τη πλειοψηφία των κατοίκων η Κρητική διάλεκτος. Υπάρχει μεγάλη παράδοση στη μαντινάδα.Η Κρήτη επίσης είναι γνωστή για τη παραδοσιακή μουσική της, χαρακτηριστικά όργανα της οποίας είναι πρωτίστως η κρητική λύρα και το λαούτο και δευτερευόντως το βιολί, το μαντολίνο και η ασκομαντούρα. Μερικοί από τους γνωστότερους Κρητικούς μουσικούς είναι ο Νίκος Ξυλούρης, ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Κώστας Μουντάκης και ο Ψαραντώνης.Μεγάλη παράδοση υπάρχει και στο χορό με αρκετά διαφορετικά είδη. Από τους πιο γνωστούς χορούς είναι ο σιγανός, ο πεντοζάλης, ο συρτός ή χανιώτης, η σούστα και ο καστρινός ή μαλεβιζιώτικος.Πολλοί ιστορικοί της αρχαιότητας αναφέρουν τους μυθικούς Κουρήτες, και τον πολεμικό χορό τους, στον μύθο της γέννησης του Δία στην Κρήτη (Βλέπε παράγραφος Μυθολογία αυτού του λήμματος). Ο Πλάτωνας κατά την κλασική εποχή αναφέρει στους Νόμους ότι οι Αθηναίοι θα έπρεπε να μιμηθούν τους Κρήτες και την αθλητικότητα τους όταν χορεύουν τον χορό του πολέμου, τους οποίους αναφέρει ως Κουρήτες[53]. Αν και κατά την αρχαιότητα φαίνεται ότι υπήρχε χορευτική παράδοση στην Κρήτη, η σχέση εκείνων των χορών με τους σύγχρονούς παραδοσιακούς χορούς του νησιού είναι άγνωστη. Είναι ωστόσο πιθανό οι Κρητικοί χοροί να έχουν παγανιστικές ρίζες καθώς δεν σχετίζονται με Χριστιανικές-Ιουδαϊκές παραδόσεις. Ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές στους κρητικούς χορούς από ευρωπαίους περιηγητές του 16ου και του 17ου αιώνα. Ο Άγγλος περιηγητής George Sandys βρέθηκε στην Κρήτη το 1610 και δημοσίευσε το έργο του το 1621.«Οι άνθρωποι της ενδοχώρας χορεύουν με τα τόξα τους λυγισμένα στα χέρια τους, τις φαρέτρες την πλάτη, και τα ξίφη τους στην μέση, όπως οι πρόγονοι τους, που καλούσαν αυτόν τον χορό πυρρίχιο, και όπως τότε, έτσι και αυτοί τραγουδούν καθώς χορεύουν, και απαντούν ο ένας στον άλλο»[54][55].Ο Γάλλος περιηγητής Pierre Belon βρέθηκε στην Κρήτη το 1550 και δημοσίευσε το έργο του το 1588.«Αφού ήπιαν άρχισαν να χορεύουν μέσα στη βαριά κάψα του μεσημεριού, όχι σε ίσκιο, έξω στον ήλιο. Ήταν Ιούλιος, ο πιο φλογερός μήνας του καλοκαιριού. Και παρόλο που ήταν φορτωμένοι με τα άρματά τους, δεν σταμάτησαν να χορεύουν μέχρι που νύχτωσε. Ήταν φορτωμένοι στην πλάτη με μια αρμαθιά από 150 βέλη βαλμένα σε τάξη. Το τόξο κρέμονταν από τον ώμο με έναν τελαμώνα, και προσπαθούσαν να κάνουν τα μεγαλύτερα άλματα. Θα ήταν χαριτωμένοι αν άφηναν κάτω τη βαριά αρματωσιά τους, μα αυτός ο χορός φέρνει στο νου το χορό των αρχαίων Κουρητών.»[56]Χαρακτηριστική επίσης είναι και η κρητική φορεσιά, που συνήθως φοριέται από τα παραδοσιακά χορευτικά συγκροτήματα. Η κρητική φορεσιά διαμορφώνεται ανά τους αιώνες ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες του κάθε τόπου, την εδαφική μορφολογία του, τις εθνικές του περιπέτειες και τις επιδράσεις που δέχτηκε στην ιστορική του πορεία.Στη λογοτεχνία Κρητικοί συγγραφείς έχουν προσφέρει πολλά με γνωστότερους τον Βιτσέντζο Κορνάρο που έγραψε τον Ερωτόκριτο τον 17ο αιώνα, τον Νίκο Καζαντζάκη τον 20ο αιώνα, ο οποίος προτάθηκε 3 φορές για Νόμπελ λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης στη Κρήτη αναπτύχθηκε η Κρητική σχολή ζωγραφικής που επηρέασε τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.Το νησί είναι ακόμα γνωστό για αρκετά παραδοσιακά έθιμα όπως ο κρητικός γάμος.
Creta superpower